-
1 ὑγρός
ὑγρός, naß, feucht, flüssig; ἔλαιον, flüssiges Olivenöl, im Ggstz des festern Thierfettes, Il. 23, 281; ὕδωρ, fließendes Wasser, im Ggstz des gefrornen, Od. 4, 458; ἄνεμοι ὑγρὸν ἀέντες, feucht wehende, Regen bringende Winde, 5, 478. 19, 440; Hes. Th. 627. 869. Gew. Ggstz von ξηρός, w. m. s.; ἅλς, πέλαγος, Pind. Ol. 7, 69 P. 4, 40; auch αἰϑήρ, N. 8, 41; ϑάλασσα, Aesch. Suppl. 256; παρ' ὑγρῶν Ἰσμηνοῦ ῥεέϑρων, Soph. Ant. 1111; δι' ὑγρῶν κυμάτων, Eur. I. A. 948; σταγών, Eur. Suppl. 81; βότρυος ὑγρὸν πόμα, Bacch. 279. – Ἡ ὑγρά, ion. u. ep. ὑγρή, das Nasse, d. i. das Meer, öfter bei Hom., der τραφερή, Il. 14, 308 Od. 20, 98, od. ἀπείρων γαῖα entggstzt, Il. 24, 341 Od. 5, 45; vgl. Ar. Vesp. 678; eben so ὑγρὰ κέλευϑα, die nassen Pfade, die Wege auf dem Meere, die Meeresfläche, Od. 3, 71. 9, 252; ϑῆρες ὑγροί, im Ggstz der πεζοί, die Wasserthiere, Germanic. ep. (IX, 18); νὺξ ὑγρά, eine regnige, Plat. Critia. 112 a; Ggstz ξηρός, Phaed. 86 b Soph. 242 d u. öfter. – Uebh. weich, biegsam, geschmeidig, z. B. von Gliedern; νῶτον, Pind. P. 1, 9; ἀγκάλαι, Eur. fr. inc. 1, 2; τῷ νεωτέρῳ καὶ ὑγροτέρῳ παλαίειν, Plat. Theaet. 162 b; χρὼς ὕδατος ὑγρότερος, Rufin. 6 (V, 60); χείλη, Ep. ad. 55 (V, 305); ἀγκών, s. oben unter diesem Worte. Aber ὑγρὸν ὄμμα, ὑγρὸς ὀφϑαλμός ist ein feuchtes, schwimmendes, schmachtendes Auge; so auch ὑγρὸν ὁρᾶν, ὑγρὸν δέρκεσϑαι, einen schmachtenden Blick haben, und danach sogar verbunden ὑγρὸς πόϑος, schmachtendes, sehnsüchtiges Verlangen, H. h. 18, 33; Mel. 14 Leon. Tar. 37 (XII, 68 Plan. 306); ὑγρὸν ἀείδειν, schmelzend singen, Opp. Hal. 2, 412; zart, νεοττοί, Ael. H. A. 7, 9; βρέφος, Nonn. D. 1, 4; – ὀρχηστής, gelenkig, B. A. 115. – Uebertr., von weicher, lenksamer Sinnesart, fügsam, nachgiebig, auch weichherzig, verzärtelt, ὑγρὸς βίος, ein weichliches, schwelgerisches Leben, Alexis bei Ath. VI, 258 c; ὑγρὸς πρός τι, Neigung, Herz wozu habend, Sp., wie Plut. Brut. 29; VLL. erklären εὐκατάφορος εἰς ἡδονάς, vgl. Poll. 6, 127. – Ὑγρὰ φωνήεντα, ancipitia, S. Emp. adv. gramm. 100.
-
2 ὑγρός
ὑγρός, naß, feucht, flüssig; ἔλαιον, flüssiges Olivenöl, im Ggstz des festern Tierfettes; ὕδωρ, fließendes Wasser, im Ggstz des gefrorenen; ἄνεμοι ὑγρὸν ἀέντες, feucht wehende, Regen bringende Winde. Ἡ ὑγρά, das Nasse, = das Meer; ὑγρὰ κέλευϑα, die nassen Pfade, die Wege auf dem Meere, die Meeresfläche; ϑῆρες ὑγροί, im Ggstz der πεζοί, die Wassertiere; νὺξ ὑγρά, eine regnige. Übh. weich, biegsam, geschmeidig, z. B. von Gliedern. Aber ὑγρὸν ὄμμα, ὑγρὸς ὀφϑαλμός ist ein feuchtes, schwimmendes, schmachtendes Auge; so auch ὑγρὸν ὁρᾶν, ὑγρὸν δέρκεσϑαι, einen schmachtenden Blick haben; ὑγρὸς πόϑος, schmachtendes, sehnsüchtiges Verlangen; ὑγρὸν ἀείδειν, schmelzend singen; ὀρχηστής, gelenkig. Übertr., von weicher, lenksamer Sinnesart, fügsam, nachgiebig, auch weichherzig, verzärtelt; ὑγρὸς βίος, ein weichliches, schwelgerisches Leben; ὑγρὸς πρός τι, Neigung, Herz wozu habend -
3 ὑγρός
A , etc.: [comp] Sup.- ότατος X.Eq.7.7
, etc.:—wet, moist, fluid (opp. ξηρός) , ὑγρὸν ἔλαιον, i. e. olive-oil, opp. fat or tallow, Il.23.281, Od.6.79; ὑ. πίσσα, νᾶπυ, raw pitch, liquid mustard, SIG1171.14 (Lebena, i B. C.), IG42(1).126.22 (Epid., ii A. D.); τὸ ὑ. ξύλον, opp. τὸ ξηρόν, Ev.Luc.23.31;ὑγρὸν ὕδωρ Od.4.458
; ἄνεμοι ὑγρὸν ἀέντες winds blowing moist or rainy, 5.478, 19.440, Hes.Op. 625, Th. 869; ὑ. ἅλς, πέλαγος, θάλασσα, Pi.O. 7.69. P.4.40, A.Supp. 259; ὑγρὰ νύξ a wet night, Pl.Criti. 112a; ἐφ' ὑγροῖς ζωγραφεῖν paint on a wet ground, Plu.2.759c.2 ὑγρά, [dialect] Ion. ὑγρή, ἡ, the moist, i.e. the sea,ἐπὶ τραφερήν τε καὶ ὑγρήν Il.14.308
; , Od.1.97; ;πουλὺν ἐφ' ὑγρήν Il.10.27
; so ὑγρὰ κέλευθα the watery ways, i. e. the sea, 1.312, Od.3.71.3 τὸ ὑ. andτὰ ὑ.
wet, moisture,Hdt.
1.142, Hp.Loc.Hom.9, Liqu. tit.; Liquid, Hdt.4.172;γῆ ὑγρῷ φυραθεῖσα Pl.Tht. 147c
; ἐξερρύα συχνὸν ὑγρόν a quantity of fluid, IG42(1).122.4 (Epid., iv B. C.); μετρεῖν τὰ ὑγρά liquids, ib.22.1013.10;ἐπὶ ὑγροῖς οὐκ ἐξὸν δανείζειν PGnom. 232
(ii A. D.).4 μέτρα ὑγρὰ καὶ ξηρά liquid and dry measure, Pl.Lg. 746e.5 θῆρες ὑ. water-animals, opp. πεζοί, AP9.18 (Germ.);οἱ ὄρνιθες οἱ ὑ. Philostr. Im.1.9
; ὑ. ἀοιδός, of a frog, AP6.43 ([place name] Plato).6 of the bowels or faeces, loose, Hp.Aph.2.20, Arist.HA 617a1.7 ὑ. σφυγμός a damp pulse, defined by Gal.19.405.II soft, pliant, supple, of the eagle's back, Pi.P.1.9; of the limbs and body,ὑγραῖς ἐν ἀγκάλαις E. Fr. 941
, cf. Babr.34.7; ὑγρὸς τὸ εἶδος, of Ἔρως, Pl.Smp. 196a; νεώτερος καὶ ὑγρότερος, opp. σκληρός, Id.Tht. 162b;χορῷ.. ἔτερπον κέαρ ὑγροῖσι ποσσί B.16.108
;ὑ. ὀρχηστής Poll.4.96
, cf. Arist.PA 655a24 ([comp] Comp.); ὑγρὰ ἔχειν τὰ σκέλη, of a horse, X.Eq.1.6; of a horse's neck, Id.Cyn.4.1 (so in Adv. of colts, γόνατα ὑγρῶς κάμπτειν, ὑγρῶς τοῖς σκέλεσι χρῆσθαι, Id.Eq.1.6, 10.15); of the hare, Id.Cyn.5.31; of the jackal,ταχυτῆτι διαφέρει διὰ τὸ ὑγρὸς εἶναι καὶ πηδᾷ πόρρω Arist. HA 580a30
; also of plants,ὑ. ἄκανθος Theoc.1.55
;ὑ. χολάδες Babr. 1.10
; σῶμα ὑγρὸν κείμενον lying in an easy position, Hp.Prog.3;ὑγρὸν χύτλασον σεαυτόν Ar.V. 1213
; κέρας ὑ., of a bow, Theoc.25.206.2 languid, feeble, of one dying,ἐς ὑγρὸν ἀγκῶνα.. παρθένῳ προσπτύσσεται S.Ant. 1236
;κἀπιθεὶς ὑγρὰν χέρα E.Ph. 1439
.4 moist with wine, tipsy,ὑγρὴν τὴν ψυχὴν ἔχειν Heraclit.117
;ἡ διάνοια ὑ. γεγενημένη Plu. 2.713a
;οἰνοβαρὴς.. ὑγρὸν ἀείδων, οὐ μάλα νγφάλιον κλάζων μέλος Opp. H.2.412
.5 of the eyes, melting, languishing,ὑ. βλέμμα Anacreont. 15.21
; (Antip. Sid.);ἐπ' ὄμμασιν ὑγρὰ δεδορκώς APl.4.306
(Leon.);τῶν ὀφθαλμῶν τὸ ὑ. ἅμα τῷ φαιδρῷ Luc.Im.6
; also πόθος ὑ. a languishing, longing desire, h.Pan.33. Adv.,ὑγρῶς βλέπειν Philostr.Ep.33
: [comp] Sup.,ὑγρότατα καὶ πένθιμα μελῳδεῖν App.BC1.106
.6 of language, smoothly flowing, D.H.Dem. 20.7 metaph. of persons or their tempers, facile, pliant, easy,ὑγρός τις καὶ δημοτικός Plu.Mar.28
;κόλαξ ὑγρὸς ὢν μεταβάλλεσθαι Id.2.51c
; τὸ Κίμωνος ὑ. his easy temper, Id.Per.5; pleasure-loving, Hsch.; ὑγρότατος ἐς ταῦτα prone to.., App.BC5.8;ὑ. τῷ γελοίῳ Plu. Brut.29
([comp] Comp.).b soft, dainty, luxurious, voluptuous, Id.2.751a;ὑ. πρὸς τὴν δίαιταν Id.Sol.3
;βίου.., ὃν πάντες εἰώθασιν ὀνομάζειν ὑγρόν Alex.203
; cf.ὑγρότης 11.2
.8 of the vowels α ι υ, sometimes long and sometimes short, S.E.M.1.100.III Adv. ὑγρῶς, v. supr. 11.1 and 5; also ὑγρότερον δαπανᾶν spend more freely, Phld. Oec.p.73J. -
4 υγρος
31) жидкий(ἔλαιον Hom.)
μέτρα ὑγρά Plat. — меры жидкостей2) влажный, мокрый, сырой(ἄνεμος Hom.; γῆ Xen.; ξύλον NT.)
3) текучий(ὕδωρ Hom.; ῥέεθρα Soph.; δάκρυ Eur.)
4) водный, морской(κέλευθα Hom.)
5) водяной(θῆρες Anth.)
6) дождливый(νύξ Plat.)
7) гибкий(νῶτον Pind.; σῶμα Xen.)
κέρας ὑγρόν Theocr. — гибкий лук8) расслабленный, слабеющий, бессильный(ἀγκών Soph.; χείρ Eur.)
9) размякший, дряблый, рыхлый(ἥ σάρξ Arst.)
10) перен. гибкий, податливый(ἥ νεότης Plut.)
11) вялый, ленивый(ὑ. καὴ ῥᾴθυμος Plut.)
12) томный, нежный(βλέμμα Anacr.)
13) томительный, страстный(πόθος HH.)
14) вкрадчивый(κόλαξ Plut.)
15) изнеженныйὑ. πρὸς τέν δίαιταν Plut. — ведущий изнеженный образ жизни
16) склонныйὑ. τῷ γελοίῳ Plut. — склонный к смеху, смешливый
17) ( о гласных) колеблющийся, т.е. обоюдныйφωνάεντα ὑγρά Sext. — обоюдные гласные (α, ι, υ, могущие быть то краткими, то долгими). - см. тж. ὑγρά и ὑγρόν
-
5 ὑγρός
aI wateryἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς O. 7.69
“ ὑγρῷ πελάγει” P. 4.40II moisture-ladenπρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41
-
6 νότος
νότος, ὁ,A south wind (opp. Βορέας, Arist.Mete. 363b15, cf. Od.5.331),εὖτ' ὄρεος κορυφῇσι Ν. κατέχευεν ὀμίχλην Il.3.10
;ὅ τε ν. καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων ὑετιώτατοι Hdt.2.25
(butὁ ν. οὐκ ἀρχόμενος ἀλλὰ λήγων ὑέτιος Arist.Pr. 942a29
) ;ἐτέγχθη κρᾶτ'.. πληγῇσι νότου S.Ph. 1457
(anap.) ;χειμερίῳ νότῳ Id.Ant. 335
(lyr.) ;ὑγρὸς καὶ βαρύς Arist.HA 597b11
;ὑδατωδέστερος Id.Pr. 943a5
; ὅταν μὲν ἐλάττων ᾖ, αἴθριός ἐστιν, ὅταν δὲ μέγας, νεφώδης ib. 942a34 ;καυματώδης Id.Mete. 364b23
: in pl., Id.HA 612b6.II south or south-west quarter,πρὸς μεσαμβρίης τε καὶ νότου Hdt.2.8
;πρὸς νότον κεῖται τῆς Λήμνου Id.6.139
;τῆς δὲ γῆς τὸ πρὸς ν. S.Fr.24.6
;τὸ πρὸς ν. τῆς πόλεως Th.3.6
;βλέπειν πρὸς ν. IG22.1227.18
; ὁ τοῖχος ὁ πρὸς ν. ib.12.372.51 ; πρὸς νότου ἀνέμου ib.56 ;βασίλισσα νότου Ev.Matt.12.42
; ἀπὸ νότου c. gen., to the south of, PTeb. 164.17 (ii B.C.), etc. ; later ἐκ νότου c. gen., PStrassb.29.8 (iii A.D.), etc.: gen. to the south,PTeb.
105.13 (ii B.C.), etc.
См. также в других словарях:
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
άνεμοι — Οι οριζόντιες μετατοπίσεις των μαζών του αέρα. H διαφορετική θέρμανση του αέρα πάνω από τα διάφορα τμήματα της επιφάνειας της Γης καθιστά τις μάζες του πυκνότερες ή αραιότερες, γεγονός που εκδηλώνεται με ποικίλη κατανομή της πίεσης. Όσες περιοχές … Dictionary of Greek
Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… … Dictionary of Greek
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek
Μπουρκίνα Φάσο — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με το Μάλι, στα Να με την Ακτή του Ελεφαντοστού και στα Ν με την Γκάνα, το Τόγκο και την Μπενίν.H M.Φ. δημιουργήθηκε το 1960 από τον διαμελισμό της Γαλλικής Δυτικής Aφρικής και… … Dictionary of Greek
Λετονία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη χερσόνησο της Βαλτικής. Συνορεύει στα Β με την Εσθονία, στα Α με τη Ρωσία και στα Ν με τη Λευκορωσία και τη Λιθουανία, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Βαλτική θάλασσα και στα Β από τον κόλπο της Ρίγα, έναν… … Dictionary of Greek
νότιος — ια, ο (ΑΜ νότιος, ία, ον, Α αττ. τ. νότιος, ον, Μ και νοτίος, ίον) [νότος] 1. αυτός που είναι στραμμένος προς τον νότο ή βρίσκεται στον νότο, μεσημβρινός (α. «οἰκημένους δέ Λιβύης ἐπὶ τῇ νοτίῃ θαλάσσῃ», Ηρώνδ. β. «το νότιο δωμάτιο τού σπιτιού… … Dictionary of Greek